- τρυγόνιος
- -ία, -ον, Α [τρυγών, -όνος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θαλάσσιο ψάρι τρυγόνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρυγόνιον — τρῡγόνιον , τρυγόνιον deherb. neut nom/voc/acc sg τρυγόνιος of masc acc sg τρυγόνιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγονίου — τρῡγονίου , τρυγόνιον deherb. neut gen sg τρυγόνιος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγονίῳ — τρῡγονίῳ , τρυγόνιον deherb. neut dat sg τρυγόνιος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγόνια — τρῡγόνια , τρυγόνιον deherb. neut nom/voc/acc pl τρυγόνιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)